Saturday 9 July 2016

varouphobics


«Καλώς όρισες στη μαρτυρική αρένα»: Η διαστρέβλωση ως απολιτική πηγή πολιτικής

08.07.2016

του Θωμά Ψήμμα*

Τα συστημικά media, υπό το φόβο της απώλειας της πανίσχυρης Τέταρτης Εξουσίας τους ενόψει της διαδικασίας αδειοδότησης των τηλεοπτικών καναλιών (της αντικατάστασης της παλαιάς με τη νέα διαπλοκή), έχουν στρέψει ξανά τα βέλη στον αγαπημένο τους ευάλωτο στόχο, τον πρώην Υπουργό Οικονομικών Γιάνη Βαρουφάκη. Από τον άμβωνά τους δημοσιογράφοι-τηλεαστέρες και σύσσωμη η αντιπολίτευση του «Μένουμε Ευρώπη» τον απειλούν εκ νέου με σύσταση εξεταστικής επιτροπής, με τους τέως «συντρόφους» - άλλοτε φανατικούς οπαδούς του να διαχωρίζουν τη θέση τους και να τον απαρνιούνται πριν λαλήσει τρις ο πετεινός του επαίνου ή του ψόγου από τον ιστορικό του μέλλοντος.

Αφορμή για τη στοχοποίηση του κ. Βαρουφάκη αποτελεί η κυκλοφορία στα ελληνικά από τις εκδόσεις Πατάκη του βιβλίου-χρονικού, το οποίο έγραψε ο φίλος, συνάδελφος και σύμβουλός του, James K. Galbraith, με τον άκρως παραστατικό τίτλο «Καλώς όρισες στη μαρτυρική αρένα», φράση με την οποία ο άλλοτε Υπουργός Οικονομικών τον προϋπάντησε στη χώρα μας το Φλεβάρη του 2015. Μεταξύ άλλων, στο παράρτημα του βιβλίου ο Galbraith φέρνει για πρώτη φορά στην επιφάνεια το διαβόητο Plan X, το μυστικό σχέδιο επιστροφής σε εθνικό νόμισμα, το οποίο επεξεργαζόταν η διαπραγματευτική ομάδα σε περίπτωση που ναυαγούσαν οι διαπραγματεύσεις με τους εταίρους-πιστωτές και η Ελλάδα εξαναγκαζόταν σε αποχώρηση από την Ευρωζώνη. Το παράρτημα αυτό έδωσε το κατάλληλο πάτημα για μια πρωτοφανή διαστρέβλωση των όσων γράφει ο Galbraith, για την ύστατη πράξη του character assassination (δολοφονία προσωπικότητας) σε βάρος του Βαρουφάκη και για την κατασκευή ενόχων εσχάτης προδοσίας κατά της Ελλάδας, λες και το πολίτευμα της χώρας είναι ευρωκρατία και όχι προεδρευομένη κοινοβουλευτική δημοκρατία (άρ. 1 παρ. 1 Συντ.).

 
Σύμφωνα με την κυρίαρχη αφήγηση, τα εγκλήματα του Βαρουφάκη και οι λόγοι που συνηγορούν υπέρ της παραπομπής του σε εξεταστική επιτροπή μπορούν να συνοψισθούν σε τρεις βασικούς άξονες. Πρώτον, στην ουσία της διαπραγμάτευσης. Δεύτερον, στο αποτέλεσμα της διαπραγμάτευσης. Τρίτον, στη διάσταση θεωρίας και πραγματικότητας. Θα προσπαθήσω κατά το δυνατό να αποδομήσω καθεμιά από τις τρεις εκδοχές, στις οποίες βασίζεται το κατηγορητήριο. Όχι για λόγους προσωπικής υπεράσπισης ή, ακόμα περισσότερο, αγιοποίησης του κ. Βαρουφάκη, όσο για λόγους υπεράσπισης της δυνατότητας διαφωνίας, διαλόγου και ανταλλαγής ανταγωνιστικών πολιτικών επιχειρημάτων στη δυστοπική μνημονιακή Ελλάδα των απόλυτων κι αναντίλεκτων δογμάτων.

Ας ξετυλίξουμε το μπερδεμένο κουβάρι της θολής, αν και πολύ πρόσφατης, ιστορικής μνήμης από το Γενάρη του 2015. Στις 25 Ιανουαρίου ο ελληνικός λαός με αξιοσημείωτη διαφορά 8,5 μονάδων έδωσε στο ΣΥΡΙΖΑ τη νομιμοποίηση για διαπραγμάτευση με τους Ευρωπαίους εταίρους. Διαπραγμάτευση δεν σημαίνει εννοιολογικά πάση θυσία παραμονή στην Ευρωζώνη με επ’ αόριστον παράταση της καταψηφησθείσας μνημονιακής ασφυξίας, όπως μεταμφίεσε εξαρχής την εντολή το στρατόπεδο του «Μένουμε Ευρώπη» κι εντέλει, με το «όχι που έγινε ναι», η ηγετική ομάδα του ΣΥΡΙΖΑ. Αλλά ούτε και αστόχαστη ρήξη με το τεχνοκρατικό ιερατείο (Ευρωζώνη), κήρυξη άτακτης χρεοκοπίας κι επιστροφή σε εθνικό νόμισμα, όπως μεθερμήνευε την εντολή, αναπαράγοντας ευσεβείς πόθους, η Αριστερή Πλατφόρμα εντός του ΣΥΡΙΖΑ και κόμματα της εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς. Ο Βαρουφάκης ως Υπουργός Οικονομικών και το επιτελείο του προσπάθησε να ανταποκριθεί στη δημοκρατική εντολή, στη νωπή βούληση του ελληνικού λαού και ξεκίνησε μια διαδικασία δύσκολης και άνισης διαπραγμάτευσης. Τα επιχειρήματα που καταλογίζουν στην πλευρά Βαρουφάκη ότι η διαπραγμάτευση ήταν εξ ορισμού ανέφικτη ή ότι αστόχησε σε επιμέρους πτυχές της με ανυπολόγιστα καταστροφικές συνέπειες για την Ελλάδα και, διεθνώς, για όλη την Αριστερά έχουν ασφαλώς βάση, ωστόσο δεν αναιρούν καταρχήν τη συμμόρφωση του Βαρουφάκη και των συμβούλων του προς τη δημοκρατικά νομιμοποιημένη εντολή της 25ης Ιανουαρίου.

Αφού αποδείξαμε ότι η διαπραγμάτευση ήταν η μόνη νομιμοποιημένη επιλογή της νεοεκλεγείσας κυβέρνησης, είναι η κατάλληλη στιγμή να εξετάσουμε το αν συμβαδίζει το plan X (κατ’ ουσίαν plan b) με το αληθινό περιεχόμενο της λαϊκής εντολής. Κατά την ταπεινή μου γνώμη, όχι απλώς συμβαδίζει, αλλά ήταν η μόνη λογικά, δικαιοπολιτικά και δημοκρατικά αποδεκτή εναλλακτική. Σε περίπτωση αποτυχίας μιας εξ ορισμού δύσκολης και πιθανώς άκαρπης διαπραγμάτευσης για «έντιμο συμβιβασμό», σε περίπτωση εξαναγκασμένης εκπαραθύρωσης της Ελλάδας από την Ευρωζώνη, θα συνιστούσε εγκληματική αμέλεια ή δόλια ολιγωρία η μη κατάρτιση ενός σχεδίου συντεταγμένης επιστροφής σε εθνικό νόμισμα. Όπως εύστοχα επισήμανε και ο ίδιος ο Βαρουφάκης, «θα έπρεπε να μου κάνουν εξεταστική, αν δεν είχα plan b». Όταν προσέρχεσαι σε μια ειλικρινή διαπραγμάτευση, πρέπει να είσαι προετοιμασμένος για όλα τα θετικά ή αρνητικά ενδεχόμενα. Αλλιώς, είτε είσαι εντελώς ανεπαρκής διαπραγματευτής είτε προσποιείσαι ότι διαπραγματεύεσαι για να εξαπατήσεις λαϊκιστικά τις μάζες.

Τα συστημικά media και η αξιωματική αντιπολίτευση εστιάζουν εν συνεχεία την σφοδρή κριτική τους στα μέσα της διαπραγμάτευσης, θεωρώντας ότι το περιγραφόμενο από τον Galbraith plan X συνιστά εκ προοιμίου παραδοχή απόπειρας πραξικοπήματος. Πρόκειται για ωμή διαστρέβλωση του παραρτήματος, όπως προκύπτει από το βιβλίο του Αμερικανού οικονομολόγου. Σε κανένα σημείο του κειμένου δεν υπάρχει η παραμικρή υπόνοια για επέμβαση των ενόπλων δυνάμεων στα πολιτειακά πράγματα της χώρας. Ούτε καν για ενεργοποίηση του άρθρου 48 Συντάγματος, δηλαδή κήρυξη της χώρας σε κατάσταση πολιορκίας και αναστολή ατομικών ελευθεριών και δικαιωμάτων για λόγους έκτακτης ανάγκης. Σε αυτό το σημείο είναι χρήσιμο να θυμηθούμε ότι καθ’ όλη τη διάρκεια της κρίσης πλήθος νεοφιλελεύθερων κύκλων απεργάζονται σενάρια ενεργοποίησης του άρθρου 48 Συντ. για τη θεσμοποίηση του μνημονιακού καθεστώτος έκτακτης ανάγκης στην Ελλάδα, δηλαδή παρατηρείται το εξοργιστικό φαινόμενο όσοι σχεδιάζουν τέτοια δυστοπικά σενάρια να κατηγορούν ως πρωταίτιους παρ’ ολίγον πραξικοπήματος όσους δεν τα επεξεργάσθηκαν ποτέ. Η μόνη παρέκκλιση από τη συνήθη κοινοβουλευτική διαδικασία που φέρνει στο προσκήνιο το plan X είναι η έκδοση πράξεων νομοθετικού περιεχομένου (άρ. 44 παρ. 1 Συντ.) για την αντιμετώπιση επειγουσών και έκτακτων καταστάσεων, όπως η ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών, η εθνικοποίηση της Τράπεζας της Ελλάδας και των μεγάλων εμπορικών τραπεζών, το πέρασμα στη Νέα Δραχμή, η δημόσια τάξη και ασφάλεια των καταστημάτων (ιδίως πρατήρια καυσίμων, σούπερ μάρκετ, φαρμακεία κ.λ.π.). Συνιστά απύθμενη υποκρισία να παρουσιάζεται ως οιονεί πραξικόπημα η έκδοση πράξεων νομοθετικού περιεχομένου για άκρως επείγοντα ζητήματα ως προς την ύπαρξη της χώρας την ίδια ώρα που η έκδοση π.ν.π. έχει αναχθεί de facto σε κατά κόρον (αντι)κοινοβουλευτική πρακτική ακόμα και για ήσσονος σημασίας πολιτικά θέματα καθ’ όλη τη διάρκεια της μνημονιακής περιόδου. Παράλληλα, σε θεωρητικό επίπεδο, προτεινόμενο κείμενο αναθεώρησης του Συντάγματος, το οποίο δημοσιεύθηκε στην «Καθημερινή» («Ένα καινοτόμο Σύνταγμα για την Ελλάδα»), αναφέρεται ανοιχτά στην αναγωγή των πράξεων νομοθετικού περιεχομένου σε κανόνα νομοθετικής παραγωγής, στο θεσμοποιημένο πέρασμα από την πρωτοκαθεδρία της νομοθετικής στην ηγεμονία της εκτελεστικής εξουσίας.

Δεύτερον, τα συστημικά media και η αντιπολίτευση εξαπολύουν μύδρους κατά του πρώην Υπουργού Οικονομικών για το γεγονός ότι υπονόμευσε την αναπτυξιακή πορεία της χώρας και φόρτωσε στις πλάτες του χειμαζόμενου ελληνικού λαού επιπλέον 100 δις χρέος. Αντ’ αυτού, προβάλλεται ως εναλλακτική λύση η πλήρης υιοθέτηση του περιεχομένου του περίφημου mail Χαρδούβελη, το οποίο, σύμφωνα με την κρατούσα αφήγηση, προέβλεπε κατά πολύ ελαφρότερο πακέτο μέτρων δημοσιονομικής προσαρμογής. Η μισή αλήθεια, όμως, είναι πάντοτε χειρότερη από ένα ολόκληρο ψέμα. Πράγματι, το mail Χαρδούβελη, το οποίο απεστάλη στους «θεσμούς» περιελάμβανε ένα χαλαρότερο μίγμα λιτότητας από το επαχθές τρίτο Μνημόνιο. Ωστόσο, τεχνηέντως αποκρύπτεται ότι η Τρόικα δεν απάντησε ποτέ θετικά στην επιστολή του κ. Χαρδούβελη, ώστε να αποκρυσταλλωθεί το πακέτο μέτρων που θα συνόδευε το κλείσιμο της αξιολόγησης. Προς τιμήν του, ο τέως Υπουργός Οικονομικών της κυβέρνησης Σαμαρά-Βενιζέλου έχει παραδεχθεί ότι τα μέτρα που θα ήταν αναγκασμένος να επωμισθεί σε περίπτωση παράτασης του βίου της συγκυβέρνησης ΝΔ-ΠΑΣΟΚ θα ήταν πολύ πιο δυσβάστακτα από αυτά που περιγράφονται στην αρχική πρότασή του. Η επίτευξη πρωτογενούς πλεονάσματος ύψους 4,5 % ήδη από το 2016 θα ήταν απολύτως ανέφικτη για μια οικονομία σε παρατεταμένη ύφεση, ή έστω πρόσκαιρη ισχνή ανάπτυξη, όπως η ελληνική. Επομένως, είτε θα προχωρούσε η τότε κυβέρνηση σε περαιτέρω δραστική συρρίκνωση των δαπανών, δηλαδή σε ό, τι έχει απομείνει όρθιο από το κοινωνικό κράτος πρόνοιας, προκειμένου να πιάσει τον υπερφιλόδοξο στόχο, είτε θα αναγκαζόταν να συνθηκολογήσει άνευ όρων στην υπογραφή ενός επαχθέστατου τρίτου Μνημονίου, όπως τελικά έκανε το καλοκαίρι του 2015 η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ. Ας μας καταγράψουν λοιπόν οι διαπρύσιοι επικριτές του κ. Βαρουφάκη, οι ιεροεξεταστές της όποιας (αποτυχημένης ή κακοσχεδιασμένης) διαπραγμάτευσης, οι οποίοι αρέσκονται στους αριθμούς και τις στατιστικές επιβεβαιώσεις των μονεταριστικών κοσμοθεωριών τους, το δημοσιονομικό και , κυρίως, το κοινωνικό κόστος που θα είχε η άμεση συνθηκολόγηση και η επ’ αόριστον παράταση του μνημονιακού προγράμματος της συγκυβέρνησης Σαμαρά-Βενιζέλου, βάσει των όσων προέβλεπε ρητά για το ύψος των πρωτογενών πλεονασμάτων και τη sine qua non βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους.

Τρίτον, και περισσότερο ηθικοπολιτικό-φιλοσοφικό επιχείρημα, η διαχρονικά μνημονιακή αντιπολίτευση και η νεομνημονιακή κυβέρνηση κατηγορούν τον κ. Βαρουφάκη ως αιθεροβάμονα, ακαδημαϊκό των σαλονιών, ο οποίος αδυνατεί να αντιληφθεί το πραγματικό έδαφος εφαρμογής των θεωριών του. Πρόκειται για επίρριψη ευθυνών στη θεωρία, ώστε να δικαιολογηθεί προς το λαό και να εσωτερικευθεί κανονιστικά η πρόσδεση στο άρμα του There Is No Alternative (=δεν υπάρχει εναλλακτική). Όπως ανέλυσε, ωστόσο, ανυπέρβλητα ο πατριάρχης του Διαφωτισμού Kant στα Δοκίμιά του, ιδίως στο «Απάνω στο κοινό απόφθεγμα : Τούτο μπορεί να είναι ορθό στη θεωρία, αλλά για την πράξη δεν ισχύει», ενδέχεται η ίδια η πραγματικότητα να χαρακτηρίζεται από παραλογισμούς, ανεξερεύνητες προθέσεις και ανυπέρβλητες δυστοπίες και να καταρρακώνεται επικοινωνιακά η (περιγραφική και κανονιστική) δύναμη μιας ορθολογικής θεωρητικής θέσης μόνο και μόνο για να νομιμοποιηθεί η σκληρή πραγματικότητα στα μάτια των πολιτικών υποκειμένων. Η σημασία της υποκειμενικής καταγραφής των θεωριών και πεπραγμένων του Galbraith ευρίσκεται κυρίως στην αναζήτηση ενός «πρακτικού ιδεαλισμού», δηλαδή στη διάσωση του κύρους μιας θεωρητικής επεξεργασίας μέσω εφικτών πρακτικών εφαρμογής της σε μια αντίρροπη πραγματικότητα. Έτσι μονάχα μπορεί να γεφυρωθεί αποτελεσματικά το χάσμα ανάμεσα σε μια ορθολογική, αλλά δυσεφάρμοστη, θεωρία (φιλελεύθερη, σοσιαλδημοκρατική ή ριζοσπαστική) και στην τέχνη του εφικτού. Η προοπτική βιώσιμης οικονομικής ευημερίας, ποιοτικής δημοκρατικής διαβούλευσης και αληθινής χειραφέτησης των κοινωνικών υποκειμένων περνάει καθοριστικά μέσα από την απόρριψη του πολιτικού κυνισμού-ρεαλισμού (του νεοφιλελεύθερου, δογματικού και μοιρολατρικού μετώπου της «κοινής λογικής»), αλλά και την απαλλαγή από τις αφελείς ή ιδιοτελείς ευκολίες και αυταπάτες ενός (αριστερίστικου ή εθνικιστικού) πολιτικού βολονταρισμού.

Συνοψίζοντας, το να παραπεμφθεί σε εξεταστική επιτροπή ο κ. Βαρουφάκης και να καταδικασθεί στο πυρ το εξώτερο η τότε διαπραγματευτική ομάδα θα είναι μια ακόμα ξεκάθαρη ήττα της πολιτικής από την επικοινωνία, του (αντικειμενικά ζητούμενου) αιτίου από το (υποκειμενικά ιδωμένο) αιτιατό. Θα έχει συσκοτισθεί πίσω από την απολιτική κατασκευή ενόχων, από το blame game και την προσωποποίηση της πολιτικής συμπεριφοράς το μείζον ζήτημα για κάθε άτομο που σέβεται την πολιτική του ιδιότητα και την ευρωπαϊκή του ταυτότητα. Πώς οδηγηθήκαμε, κατά σειρά, σε επίπεδο Ελλάδας και Ε.Ε., από μια τραπεζική κρίση σε κρίση χρέους, από κρίση χρέους σε δημοσιονομική, από δημοσιονομική σε ανθρωπιστική και από ανθρωπιστική σε κρίση δημοκρατίας και πολιτικής αντιπροσώπευσης. Η εξέταση του ανέλεγκτου ρόλου της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας σε διακυβερνητικό, ενωσιακό επίπεδο και των τοποτηρητών της-επικυριάρχων σε εθνικό επίπεδο (βλέπε Τράπεζα της Ελλάδας) θα αναδείξει, κατά την ταπεινή μου γνώμη, πολύ πιο σύνθετα ερωτήματα και αποκαλυπτικές απαντήσεις στα αναπάντητα «γιατί» της αποδόμησης μιας ανολοκλήρωτης «ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης». Παράλληλα, η αποκάλυψη του υπόγειου ρόλου του Τύπου και του μιντιακού κατεστημένου, η κατασυκοφάντηση όσων απόψεων κρίνονται επικίνδυνες για τη διατήρηση του –βολικού για τις οικονομικές ελίτ- status quo θα καταδείξει ότι για την ουσιαστική πραγμάτωση της πολιτικής συμμετοχής σε μια δημοκρατία χρειάζονται ελεύθεροι, υπεύθυνοι και αντικειμενικά πληροφορημένοι πολίτες, κάτι που στο σύμπαν της ανταγωνιστικότητας και του ατομικισμού μοιάζει με μακρινή και παρωχημένη ουτοπία.

Σε κάθε περίπτωση, δεν πρέπει να ξεχνάμε, είτε δηλώνουμε φιλοευρωπαίοι είτε ευρωσκεπτικιστές είτε αντιευρωπαίοι, ότι άλλο πράγμα η Ευρώπη ως γεωπολιτικός χώρος και ετερόκλητο πλέγμα διαφωτιστικών ιδεωδών, άλλο η Ευρωπαϊκή Ένωση ως μια αδέξια άσκηση ισορροπίας ανάμεσα στο διακυβερνητισμό των εθνών-κρατών και το φεντεραλισμό μιας υπό σύσταση (ή μάλλον υπό διάλυση) συνομοσπονδίας και άλλο η Ευρωζώνη ως μια νομισματική ένωση εξαιρετικά άνισων, τόσο σε πολιτική ισχύ όσο και σε θεσμικό και οικονομικό επίπεδο, κρατών. Υπό αυτό το πρίσμα, ίσως κάποια μέρα απαλλαγούμε από τον (ευρωλαγνικό ή δραχμολαγνικό αντίστοιχα) φετιχισμό του νομίσματος και συμβάλλουμε ο καθένας με τις δυνάμεις του από κοινού στην αποκατάσταση της δημοκρατίας έναντι των αγορών...

*Δικηγόρος, ΜΔΕ Ιστορίας, Φιλοσοφίας & Κοινωνιολογίας του Δικαίου (ΑΠΘ)

No comments:

Post a Comment